- καλλιστρατεύω
- καλλιστρᾰτεύω,A win glory in war, Cat.Cod.Astr.7.227.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλιστρατεύω — (Α) διεξάγω ένδοξη εκστρατεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στρατεύω < στρατός] … Dictionary of Greek